- συνεκβαλεῖν
- συνεκβάλλωcast out along withaor inf act (attic epic doric)συνεκβάλλωcast out along withfut inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκβάλλω — ΝΜΑ [ἐκβάλλω] αποβάλλω κάτι συγχρόνως νεοελλ. αρχ. (αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.) αρχ. εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν… … Dictionary of Greek